- διαβολικῆς
- διαβολικόςslanderousfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ди˫аволь — (217) пр. притяж. к ди˫аволъ: стати крѣпъцѣ противѹ ди˫аволемъ къзньмъ. ЖФП XII, 43г; и ди˫авол˫а шатани˫а въ земли попираѥмъ. СкБГ XII, 17а; хотѩще. избавитисѩ ѿ горькааго плѣнѥни˫а ди˫авол˫а. (τοῦ διαβόλου) КЕ XII, 224б; блазнь бо не х[о]тию… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek